- χάσκοντες
- χάσκωyawnpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπροσδέχομαι — Α δέχομαι, αποδέχομαι απερίσκεπτα («χάσκοντες πᾱσαν φαντασίαν παραπροσδεχόμεθα», Αρρ. Επικτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προσδέχομαι «αποδέχομαι»] … Dictionary of Greek